- μισσούρι(ο)ν
- μισσούρι(ο)ν, τὸ (Μ)1. είδος βαθιού πιάτου ή κανάτας για το κρασί2. μέτρο χωρητικότητας υγρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. missorium «πιάτο» < μσν. λατ. mensorium «δοχείο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισσουράς — μισσουράς, ὁ (Μ) αγγειοπλάστης που κατασκεύαζε μισσούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισσούρι(ο)ν + κατάλ. άς] … Dictionary of Greek